- παραστρωφώ
- -άω, Α(μτγν. ποιητ. τ.) παραστρέφω*.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + στρωφῶ, ιων. τ. τού στρέφω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραστρέφω — και ποιητ. τ. παραστρωφῶ, άω, Α 1. στρέφω πλάγια, διαστρέφω, μεταβάλλω («σμικρὰ πάνυ παρεστρέφοντες ἐνίοτε τἀναντία ποιεῑν σημαίνειν», Πλάτ.) 2. φρ. «παραστρέφω τὸν τρίβωνα» στρέφω προς τα πάνω ή πλάγια («καὶ καθεζόμενος παραστρέψαι τὸν τρίβωνα» … Dictionary of Greek